- αλαμπουρνέζικα
- ταακατανόητα, αλλόκοτα, ακατάληπτα λόγια.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης προέλευσης. Κατά τον Φαιδ. Κουκουλέ, η λ. προέρχεται από τη φράση αλά Μπουρνέζικα, «στα Μπουρνέζικα, δηλ. στη γλώσσα τής Σουδανικής φυλής Μπουρνού» απ’ όπου και η σημασία «αλλόκοτα, ακατάληπτα λόγια». Κατ’ άλλους η λ. προέρχεται από το λιβορνέζικα «πράγματα θαυμαστά, που εισάγονται από το Λιβόρνο τής Ιταλίας» ή από την ιταλ. φράση alla burla «στα αστεία», απ’ όπου επίσης και η λ. αρλούμπα*.ΠΑΡ. νεοελλ. αλαμπουρνέζικος].
Dictionary of Greek. 2013.