αλαμπουρνέζικα

αλαμπουρνέζικα
τα
ακατανόητα, αλλόκοτα, ακατάληπτα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης προέλευσης. Κατά τον Φαιδ. Κουκουλέ, η λ. προέρχεται από τη φράση αλά Μπουρνέζικα, «στα Μπουρνέζικα, δηλ. στη γλώσσα τής Σουδανικής φυλής Μπουρνού» απ’ όπου και η σημασία «αλλόκοτα, ακατάληπτα λόγια». Κατ’ άλλους η λ. προέρχεται από το λιβορνέζικα «πράγματα θαυμαστά, που εισάγονται από το Λιβόρνο τής Ιταλίας» ή από την ιταλ. φράση alla burla «στα αστεία», απ’ όπου επίσης και η λ. αρλούμπα*.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλαμπουρνέζικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλαμπουρνέζικος — η, ο επίρρ. α (λ. ιταλ.) 1. αυτός που λέγεται σε γλώσσα ακατανόητη: Αυτά που λες είναι αλαμπουρνέζικα. 2. αλλόκοτος, παράδοξος: Φορούσε κάτι ρούχα αλαμπουρνέζικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Gobbledygook — or gobbledegook (sometimes shortened to gobbledegoo, gobbledeegook [ [http://www.urbandictionary.com/define.php?term=gobbledeegook gobbledeegook] at urbandictionary.com] or other forms [ [http://uktsupport.ipbhost.com/index.php?showtopic=10342… …   Wikipedia

  • αλαμπουρνέζικος — η, ο [αλαμπουρνέζικα] αυτός που λέγεται σε ακατάληπτη γλώσσα, ασυνάρτητος, ακατανόητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”